κονίαση

κονίαση
η (Α κονίασις) [κονιώ]
επίχριση τοίχου με κονίαμα, σοβάτισμα
νεοελλ.
ιατρ. νόσος που προκαλείται από εισπνοή σκόνης, αλλ. κονίωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κονίαση — η επίχριση του τοίχου με κονίαμα, ασβέστωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… …   Dictionary of Greek

  • επικονίαση — Το σύνολο των φαινομένων κατά τα οποία οι ώριμοι γυρεόκοκκοι των ανθών μεταφέρονται στο στίγμα των υπέρων για τον εγγενή πολλαπλασιασμό των φυτών. Στην περίπτωση της αυτογαμίας (γονιμοποίηση από γυρεοκόκκους του ίδιου άνθους) η ε. συντελείται από …   Dictionary of Greek

  • μαρμαροκονίαση — η ασθένεια τών πνευμόνων που προκαλείται από εισπνοή μαρμαρόσκονης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + κονίαση (< κονιῶ < κόνις)] …   Dictionary of Greek

  • πισσοκονίαση — η, Ν (οδοπ.) πισσόστρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κονίαση] …   Dictionary of Greek

  • πνευμονοκονίαση — η, Ν ιατρ. πάθηση την οποία προκαλεί η εισπνοή ποικιλίας οργανικών ή ανόργανων κόνεων ή χημικών ερεθιστικών ουσιών, συνήθως για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. pneumonoconiosis (< πνεύμων, ονος + κονίαση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”